нависший - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

нависший - translation to γαλλικά


нависший      
нависшие брови - sourcils brousailleux
hélitreillage      
{m}
погрузка на нависший вертолет
nuages noirs à l'horizon      
нависшая опасность, угроза

Ορισμός

нависший
НАВ'ИСШИЙ, нависшая, нависшее.
1. прич. ·действ. прош. вр. от нависнуть
. Брови, нависшие на глаза.
2. Висящий сверху, опускающийся на что-нибудь. Густые, нависшие брови.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για нависший
1. - прорезь света обнажает низенький нависший потолок тесной комнатенки.
2. Штуковина диаметром около 10 сантиметров, похоже, зеркальная - отражает нависший камушек.
3. Угрожающе нависший над унитазом ржавый сливной бачок с оторванной трубой...
4. В некоторых сценах оно олицетворяет собой гроб, а в некоторых – молох, нависший над всеми героями спектакля.
5. Вдруг я увидела, как на балкончик, нависший над садом, вышла женщина.